- παρκέτο
- τοβλ. παρκέ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρκέτο — το το παρκέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parch etto (πρβλ. παρκέ)] … Dictionary of Greek
παρκετάρω — 1. επιστρώνω το δάπεδο δωματίων ή αιθουσών με παρκέτο 2. γυαλίζω το παρκέτο με παρκετίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. parqueter < parquet (βλ. λ. παρκέ)] … Dictionary of Greek
παρκέ — Μικρά, πλανισμένα κομμάτια ξύλου που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή δαπέδων. Με την ίδια ονομασία χαρακτηρίζεται και το δάπεδο που γίνεται από τέτοια ξύλα. Το π. διακρίνεται για την ανθεκτικότητά του και τις μονωτικές του ιδιότητες σε ήχο και … Dictionary of Greek
παρκετάρισμα — το 1. η επίστρωση τού δαπέδου δωματίων ή αιθουσών με παρκέτο 2. το γυάλισμα τού παρκέτου με παρκετίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρκετάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα] … Dictionary of Greek
παρκετοστρώνω — επιστρώνω το δάπεδο δωματίων ή αιθουσών με παρκέτο … Dictionary of Greek
παρκέ — και παρκέτο το (λ. γαλλ.) 1. δάπεδο φτιαγμένο με μικρά τεμάχια επεξεργασμένου ξύλου: Τα πατώματα τα κάναμε παρκέ, γιατί το μάρμαρο ήταν πολυδάπανο. 2. γυάλισμα του ξύλινου δαπέδου, στίλβωμα: Σήμερα έκαμα παρκέ και κουράστηκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)